καβαλλαρικός

καβαλλαρικός
καβαλλαρικός, -ή, -όν (AM, Μ και καβαλαρικός, -ή, -όν) [καβαλλάριος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε άλογα «τὰ καβαλλαρικὰ θέματα», Θεοφ.)
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τo καβαλλαρικόν
οι ιππείς, το ιππικό
2. φρ. «καβαλαρικὸν ἀπὸ τρίτου» — φεουδαλικός φόρος ίσος με το 1/3 τού εισοδήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καβαλλαρικός — nag masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικά — καβαλλαρικός nag neut nom/voc/acc pl καβαλλαρικά̱ , καβαλλαρικός nag fem nom/voc/acc dual καβαλλαρικά̱ , καβαλλαρικός nag fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικῶν — καβαλλαρικός nag fem gen pl καβαλλαρικός nag masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικόν — καβαλλαρικός nag masc acc sg καβαλλαρικός nag neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικαῖς — καβαλλαρικός nag fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικοῖς — καβαλλαρικός nag masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικοί — καβαλλαρικός nag masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικοῦ — καβαλλαρικός nag masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρικῆς — καβαλλαρικός nag fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβαλλαρική — καβαλλαρικός nag fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”