- καβαλλαρικός
- καβαλλαρικός, -ή, -όν (AM, Μ και καβαλαρικός, -ή, -όν) [καβαλλάριος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε άλογα «τὰ καβαλλαρικὰ θέματα», Θεοφ.)μσν.1. το ουδ. ως ουσ. τo καβαλλαρικόνοι ιππείς, το ιππικό2. φρ. «καβαλαρικὸν ἀπὸ τρίτου» — φεουδαλικός φόρος ίσος με το 1/3 τού εισοδήματος.
Dictionary of Greek. 2013.